ρασταφαρισμός

ρασταφαρισμός
ο, Ν
θρησκευτικό, πολιτικό και πολιτιστικό κίνημα τού μαύρου πληθυσμού τής Ιαμαϊκής και τών αγγλόφωνων Αντιλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. rastafarisme, από το όν. Ρας Τάφαρι που έφερε πριν από τη στέψη του ο αυτοκράτορας τής Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ Α'].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”